αστέρας — αστέρας, ο και αστέρι, το και άστρο, το 1. γενική ονομασία κάθε ουράνιου σώματος: Ο πολικός αστέρας βρίσκεται στη Μικρή Αρκτο. 2. κάθε πράγμα που έχει το σχήμα αστέρα, ιδιαίτερα παράσημο: Του απονεμήθηκε το παράσημο του ερυθρού αστέρα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
πολικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλο: Πολικός αστέρας. – Πολική ζώνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρκτος, Μικρή — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Έχει σχήμα άμαξας με τιμόνι, όμοιο σχεδόν με το σχήμα της Μεγάλης Άρκτου, αλλά μικρότερο. Περιστρέφεται κατά την ορθή φορά γύρω από τον Βόρειο Πόλο σαν να στηρίζεται στο ελεύθερο άκρο του τιμονιού.… … Dictionary of Greek
Βέγας — (Αστρον.). Ο λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Λύρας. Σχηματίζει, μαζί με τον Αρκτούρο και τον Πολικό αστέρα, ένα τρίγωνο του οποίου κατέχει τη μία κορυφή. Έχει αστρικό μέγεθος 0,14 και απέχει από το ηλιακό σύστημα 28 έτη φωτός.… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
Άρκτος, Μεγάλη — (Αστρον.).Ο γνωστότερος αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, ο οποίος αποκαλείται και Μεγάλη Άμαξα. Απαρτίζεται περίπου από 150 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι. Η κυριότερη ομάδα διαγράφει το σχήμα μιας άμαξας με τιμόνι, με επτά αστέρες, από τους… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
αστέρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 315 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στην εύφορη πεδιάδα του Έλους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έλους. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.,… … Dictionary of Greek